Definify.com
Definition 2024
ωοειδής
ωοειδής
See also: ᾠοειδής
Greek
Adjective
ωοειδής • (ooeidís) m (feminine ωοειδής, neuter ωοειδές)
Declension
positive forms of ωοειδής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωοειδής | ωοειδής | ωοειδές | ωοειδείς | ωοειδείς | ωοειδή |
genitive | ωοειδούς | ωοειδούς | ωοειδούς | ωοειδών | ωοειδών | ωοειδών |
accusative | ωοειδή | ωοειδή | ωοειδές | ωοειδείς | ωοειδείς | ωοειδή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωοειδής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωοειδής, etc.) |
Synonyms
- αβγοειδής (avgoeidís)
- αβγουλάτος (avgoulátos)
- αβγουλωτός (avgoulotós)