Definify.com
Definition 2024
ωχριώ
ωχριώ
Greek
Verb
ωχριώ • (ochrió) (simple past ωχρίασα)
Conjugation
ωχριώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ωχριώ | ωχριούσα | θα ωχριώ | να ωχριώ | |
2s | ωχριάς | ωχριούσες | θα ωχριάς | να ωχριάς | — |
3s | ωχριά | ωχριούσε | θα ωχριά | να ωχριά | |
1p | ωχριούμε | ωχριούσαμε | θα ωχριούμε | να ωχριούμε | |
2p | ωχριάτε | ωχριούσατε | θα ωχριάτε | να ωχριάτε | ωχριάτε |
3p | ωχριούν, ωχριούνε | ωχριούσαν, ωχριούσανε | θα ωχριούν, θα ωχριούνε | να ωχριούν, να ωχριούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ωχριάσω | ωχρίασα | θα ωχριάσω | να ωχριάσω | |
2s | ωχριάσεις | ωχρίασες | θα ωχριάσεις | να ωχριάσεις | ωχρίασε |
3s | ωχριάσει | ωχρίασε | θα ωχριάσει | να ωχριάσει | |
1p | ωχριάσουμε, ωχριάσομε | ωχριάσαμε | θα ωχριάσουμε, θα ωχριάσομε | να ωχριάσουμε, να ωχριάσομε | |
2p | ωχριάσετε | ωχριάσατε | θα ωχριάσετε | να ωχριάσετε | ωχριάστε, ωχριάσετε |
3p | ωχριάσουν, ωχριάσουνε | ωχρίασαν, ωχριάσανε, ωχριάσαν | θα ωχριάσουν, θα ωχριάσουνε | να ωχριάσουν, να ωχριάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ωχριάσει | είχα ωχριάσει | θα έχω ωχριάσει | να έχω ωχριάσει | |
2s | έχεις ωχριάσει | είχες ωχριάσει | θα έχεις ωχριάσει | να έχεις ωχριάσει | |
3s | έχει ωχριάσει | είχε ωχριάσει | θα έχει ωχριάσει | να έχει ωχριάσει | |
1p | έχουμε ωχριάσει | είχαμε ωχριάσει | θα έχουμε ωχριάσει | να έχουμε ωχριάσει | |
2p | έχετε ωχριάσει | είχατε ωχριάσει | θα έχετε ωχριάσει | να έχετε ωχριάσει | |
3p | έχουν ωχριάσει | είχαν ωχριάσει | θα έχουν ωχριάσει | να έχουν ωχριάσει | |
Participle: | ωχριώντας | Non-finite ‡ | ωχριάσει | 71 ασ 2AB2/2AB2d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||