Definify.com
Definition 2024
ύποπτος
ύποπτος
Greek
Adjective
ύποπτος • (ýpoptos) m (feminine ύποπτη, neuter ύποπτο)
Declension
positive forms of ύποπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ύποπτος | ύποπτη | ύποπτο | ύποπτοι | ύποπτες | ύποπτα |
genitive | ύποπτου | ύποπτης | ύποπτου | ύποπτων | ύποπτων | ύποπτων |
accusative | ύποπτο | ύποπτη | ύποπτο | ύποπτους | ύποπτες | ύποπτα |
vocative | ύποπτε | ύποπτη | ύποπτο | ύποπτοι | ύποπτες | ύποπτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ύποπτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ύποπτος, etc.) |
Related terms
- see: υποψία f (ypopsía, “suspicion”)
Noun
ύποπτος • (ýpoptos) m (plural ύποπτοι, feminine ύποπτη)
Declension
declension of ύποπτος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ύποπτος | ύποπτοι |
genitive | ύποπτου / υπόπτου | ύποπτων / υπόπτων |
accusative | ύποπτο | ύποπτους / υπόπτους |
vocative | ύποπτε | ύποπτοι |