Definify.com
Definition 2024
'γγίζω
'γγίζω
Greek
Verb
'γγίζω • ('ngízo) (simple past 'γγιξα)
- Alternative form of αγγίζω (angízo)
Conjugation
'γγίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | 'γγίζω | 'γγιζα | θα 'γγίζω | να 'γγίζω | |
2s | 'γγίζεις | 'γγιζες | θα 'γγίζεις | να 'γγίζεις | 'γγιζε |
3s | 'γγίζει | 'γγιζε | θα 'γγίζει | να 'γγίζει | |
1p | 'γγίζουμε, 'γγίζομε | 'γγίζαμε | θα 'γγίζουμε, 'γγίζομε | να 'γγίζουμε, 'γγίζομε | |
2p | 'γγίζετε | 'γγίζατε | θα 'γγίζετε | να 'γγίζετε | 'γγίζετε |
3p | 'γγίζουν, 'γγίζουνε | 'γγιζαν, 'γγίζαν, 'γγίζανε | θα 'γγίζουν, 'γγίζουνε | να 'γγίζουν, 'γγίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | 'γγίξω | 'γγιξα | θα 'γγίξω | να 'γγίξω | |
2s | 'γγίξεις | 'γγιξες | θα 'γγίξεις | να 'γγίξεις | 'γγιξε |
3s | 'γγίξει | 'γγιξε | θα 'γγίξει | να 'γγίξει | |
1p | 'γγίξουμε, 'γγίξομε | 'γγίξαμε | θα 'γγίξουμε, 'γγίξομε | να 'γγίξουμε, 'γγίξομε | |
2p | 'γγίξετε | 'γγίξατε | θα 'γγίξετε | να 'γγίξετε | 'γγίξτε, 'γγίχτε |
3p | 'γγίξουν, 'γγίξουνε | 'γγιξαν, 'γγίξαν, 'γγίξανε | θα 'γγίξουν, 'γγίξουνε | να 'γγίξουν, 'γγίξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω 'γγίξει | είχα 'γγίξει | θα έχω 'γγίξει | να έχω 'γγίξει | |
2s | έχεις 'γγίξει | είχες 'γγίξει | θα έχεις 'γγίξει | να έχεις 'γγίξει | έχε 'γγιγμένο |
3s | έχει 'γγίξει | είχε 'γγίξει | θα έχει 'γγίξει | να έχει 'γγίξει | |
1p | έχουμε 'γγίξει | είχαμε 'γγίξει | θα έχουμε 'γγίξει | να έχουμε 'γγίξει | |
2p | έχετε 'γγίξει | είχατε 'γγίξει | θα έχετε 'γγίξει | να έχετε 'γγίξει | έχετε 'γγιγμένο |
3p | έχουν 'γγίξει | είχαν 'γγίξει | θα έχουν 'γγίξει | να έχουν 'γγίξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) 'γγιγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) 'γγιγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) 'γγιγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) 'γγιγμένο | ||||
Participle: | 'γγίζοντας | Non-finite ‡ | 'γγίξει | ?, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||