Definify.com
Definition 2024
απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος
Greek
Alternative forms
- απηρχαιωμένος (apirchaioménos)
Participle
απαρχαιωμένος • (aparchaioménos) m (feminine απαρχαιωμένη, neuter απαρχαιωμένο)
Declension
positive forms of απαρχαιωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρχαιωμένος | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο | απαρχαιωμένοι | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
genitive | απαρχαιωμένου | απαρχαιωμένης | απαρχαιωμένου | απαρχαιωμένων | απαρχαιωμένων | απαρχαιωμένων |
accusative | απαρχαιωμένο | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο | απαρχαιωμένους | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
vocative | απαρχαιωμένε | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο | απαρχαιωμένοι | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαρχαιωμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαρχαιωμένος, etc.) |