Definify.com
Definition 2024
κόβω
κόβω
Greek
Verb
κόβω • (kóvo) (simple past έκοψα, passive form κόβομαι)
- cut, chop, divide, carve, slice (into parts)
- Πότε θα κόψουμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα;
- Póte tha kópsoume tin protochroniátiki píta?
- When shall we cut the New Year pie?
- Πότε θα κόψουμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα;
- cut, trim, prune (reduce by cutting)
- Το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι.
- To keímeno eínai polý megálo, na kópsoume káti.
- There is too much text, we need to cut something.
- Το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι.
- take a shortcut, cut
- cut (pack of playing cards)
- cut, quit (cigarettes, gambling)
- drop-out, quit (school, course)
- Έκοψε τάξεις του. ― Ékopse táxeis tou. ― He cut his classes.
- strike, mint (coins and medals)
- interrupt, cut short, cut off (conversation)
Conjugation
κόβω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κόβω | έκοβα | θα κόβω | να κόβω | |
2s | κόβεις | έκοβες | θα κόβεις | να κόβεις | κόβε |
3s | κόβει | έκοβε | θα κόβει | να κόβει | |
1p | κόβουμε, κόβομε | κόβαμε | θα κόβουμε, κόβομε | να κόβουμε, κόβομε | |
2p | κόβετε | κόβατε | θα κόβετε | να κόβετε | κόβετε |
3p | κόβουν, κόβουνε | έκοβαν, κόβαν, κόβανε | θα κόβουν, κόβουνε | να κόβουν, κόβουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κόψω | έκοψα | θα κόψω | να κόψω | |
2s | κόψεις | έκοψες | θα κόψεις | να κόψεις | κόψε |
3s | κόψει | έκοψε | θα κόψει | να κόψει | |
1p | κόψουμε, κόψομε | κόψαμε | θα κόψουμε, κόψομε | να κόψουμε, κόψομε | |
2p | κόψετε | κόψατε | θα κόψετε | να κόψετε | κόψτε, κόψετε |
3p | κόψουν, κόψουνε | έκοψαν, κόψαν, κόψανε | θα κόψουν, κόψουνε | να κόψουν, κόψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κόψει | είχα κόψει | θα έχω κόψει | να έχω κόψει | |
2s | έχεις κόψει | είχες κόψει | θα έχεις κόψει | να έχεις κόψει | έχε κομμένοο |
3s | έχει κόψει | είχε κόψει | θα έχει κόψει | να έχει κόψει | |
1p | έχουμε κόψει | είχαμε κόψει | θα έχουμε κόψει | να έχουμε κόψει | |
2p | έχετε κόψει | είχατε κόψει | θα έχετε κόψει | να έχετε κόψει | έχετε κομμένοο |
3p | έχουν κόψει | είχαν κόψει | θα έχουν κόψει | να έχουν κόψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κομμένοο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κομμένοο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κομμένοο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κομμένοο | ||||
Participle: | κόβοντας | Non-finite ‡ | κόψει | 7, 1h | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (interrupt): διακότω (diakóto)