Ancient Greek
Noun
στοῖχος • (stoîkhos) m (genitive στοίχου); second declension
- row in an ascending series
- (architecture) the first course of masonry steps,
- (architecture) course of bricks
- file of persons marching one behind another, as in a procession
- (of ships, columns)
- (of soldiers, file)
- (of deer swimming)
- (of the files of the chorus in plays)
-
100 CE – 200 CE,
Pollux,
Onomasticon 4.108
-
100 CE – 200 CE,
Pollux,
Onomasticon 4.109
- row of columns
- (of factors)
- (of verses)
- a line of poles supporting hunting nets, into which the game were driven
- turn
Declension
Second declension of
ὁ στοῖχος;
τοῦ στοίχου
Case / # |
Singular |
Dual |
Plural |
Nominative |
ὁ στοῖχος
|
τὼ στοίχω
|
οἱ στοῖχοι
|
Genitive |
τοῦ στοίχου
|
τοῖν στοίχοιν
|
τῶν στοίχων
|
Dative |
τῷ στοίχῳ
|
τοῖν στοίχοιν
|
τοῖς στοίχοις
|
Accusative |
τὸν στοῖχον
|
τὼ στοίχω
|
τοὺς στοίχους
|
Vocative |
στοῖχε
|
στοίχω
|
στοῖχοι
|
Notes: |
This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension.
|
Antonyms
- (a military file): ζυγόν (zugón, “rank, line”)
Derived terms
Terms derived from στοῖχος (stoîkhos)
- ᾰ̓νᾰστοιχειόω (anastoikheióō)
- ᾰ̓νᾰστοιχείωσῐς (anastoikheíōsis)
- ᾰ̓νᾰστοιχειωτῐκός (anastoikheiōtikós)
- ᾰ̓ντῐστοιχείωσῐς (antistoikheíōsis)
- ᾰ̓ντῐστοιχέω (antistoikhéō)
- ᾰ̓ντῐστοιχῐ́ᾱ (antistoikhíā)
- ᾰ̓ντῐ́στοιχος (antístoikhos)
- ᾰ̓στοιχείωτος (astoikheíōtos)
- ᾰ̓́στοιχος (ástoikhos)
- αὐτόστοιχος (autóstoikhos)
- δῐᾰστοιχίζομαι (diastoikhízomai)
- δῐστοιχῐ́ᾱ (distoikhíā)
- δῐ́στοιχος (dístoikhos)
- ἐγκᾰτᾰστοιχειόομαι (enkatastoikheióomai)
- ἐγκᾰτᾰστοιχειόω (enkatastoikheióō)
- ἑξᾰ́στοιχος (hexástoikhos)
- ἐπῐστοιχειόω (epistoikheióō)
- ἑτερόστοιχος (heteróstoikhos)
- ῐ̓σοστοιχέω (isostoikhéō)
- ῐ̓σόστοιχος (isóstoikhos)
- κᾰτᾰστοιχειόομαι (katastoikheióomai)
- κᾰτᾰστοιχίζω (katastoikhízō)
- μετᾰστοιχεί (metastoikheí)
- μετᾰστοιχειόω (metastoikheióō)
- μετᾰστοιχῑ́ (metastoikhī́)
|
|
- μονόστοιχος (monóstoikhos)
- νομᾰδόστοιχος (nomadóstoikhos)
- ὁμόστοιχος (homóstoikhos)
- πεντᾰ́στοιχος (pentástoikhos)
- περῐστοιχέω (peristoikhéō)
- περῐστοιχίζομαι (peristoikhízomai)
- περῐστοιχίζω (peristoikhízō)
- περῐ́στοιχος (perístoikhos)
- πολῠ́στοιχος (polústoikhos)
- προστοιχειόω (prostoikheióō)
- Στοιχᾰδεύς (Stoikhadeús)
- στοιχᾰδῑ́της (stoikhadī́tēs)
- Στοιχαῖος (Stoikhaîos)
- στοιχᾰ́ς (stoikhás)
- Στοιχείᾱ (Stoikheíā)
- στοιχειᾰκός (stoikheiakós)
- στοιχειογρᾰφέω (stoikheiographéō)
- στοιχειοκρᾰ́τωρ (stoikheiokrátōr)
- στοιχεῖον (stoikheîon)
- στοιχειόω (stoikheióō)
- στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
- στοιχείωμᾰ (stoikheíōma)
- στοιχειωμᾰτῐκοί (stoikheiōmatikoí)
- στοιχείωσῐς (stoikheíōsis)
- στοιχειωτής (stoikheiōtḗs)
|
|
- στοιχειωτῐκός (stoikheiōtikós)
- στοιχειωτός (stoikheiōtós)
- στοιχευτής (stoikheutḗs)
- στοιχέω (stoikhéō)
- στοιχηγορέω (stoikhēgoréō)
- στοιχηδῐ́ς (stoikhēdís)
- στοιχηδόν (stoikhēdón)
- στοίχημᾰ (stoíkhēma)
- στοιχητέον (stoikhētéon)
- στοιχητής (stoikhētḗs)
- στοιχῐαῖος (stoikhiaîos)
- στοιχίζω (stoikhízō)
- στοιχῐκός (stoikhikós)
- στοιχῐσμός (stoikhismós)
- στοιχομῡθέω (stoikhomūthéō)
- στοιχούντως (stoikhoúntōs)
- στοιχώδης (stoikhṓdēs)
- συστοιχέω (sustoikhéō)
- συστοιχῐ́ᾱ (sustoikhíā)
- σύστοιχος (sústoikhos)
- τετρᾰστοιχεί (tetrastoikheí)
- τετρᾰστοιχῐ́ᾱ (tetrastoikhíā)
- τετρᾰ́στοιχος (tetrástoikhos)
- τρῐστοιχῑ́ (tristoikhī́)
- τρῐ́στοιχος (trístoikhos)
|
Related terms
References