Definify.com
Definition 2024
Κυνικός
Κυνικός
See also: κυνικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /kynikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /cynikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /cinikós/
Noun
Κυνικός • (Kunikós) m (genitive Κυνικοῦ); second declension
- a Cynic
Inflection
Second declension of Κυνικός, Κυνικοῦ
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | Κυνικός | Κυνικώ | Κυνικοί |
Genitive | Κυνικοῦ | Κυνικοῖν | Κυνικῶν |
Dative | Κυνικῷ | Κυνικοῖν | Κυνικοῖς |
Accusative | Κυνικόν | Κυνικώ | Κυνικούς |
Vocative | Κυνικέ | Κυνικώ | Κυνικοί |
References
- LSJ 8th ediiton
κυνικός
κυνικός
See also: Κυνικός
Ancient Greek
Adjective
κῠνικός • (kunikós) m (feminine κυνική, neuter κυνικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of κυνικός, κυνική, κυνικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | κυνικός | κυνική | κυνικόν | κυνικώ | κυνικᾱ́ | κυνικώ | κυνικοί | κυνικαί | κυνικᾰ́ | |||
Genitive | κυνικοῦ | κυνικῆς | κυνικοῦ | κυνικοῖν | κυνικαῖν | κυνικοῖν | κυνικῶν | κυνικῶν | κυνικῶν | |||
Dative | κυνικῷ | κυνικῇ | κυνικῷ | κυνικοῖν | κυνικαῖν | κυνικοῖν | κυνικοῖς | κυνικαῖς | κυνικοῖς | |||
Accusative | κυνικόν | κυνικήν | κυνικόν | κυνικώ | κυνικᾱ́ | κυνικώ | κυνικούς | κυνικᾱ́ς | κυνικᾰ́ | |||
Vocative | κυνικέ | κυνική | κυνικόν | κυνικώ | κυνικᾱ́ | κυνικώ | κυνικοί | κυνικαί | κυνικᾰ́ | |||
References
- κυνικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- κυνικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «κυνικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «κυνικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
Greek
Adjective
κυνικός • (kynikós) m (feminine κυνική, neuter κυνικό)
Declension
positive forms of κυνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυνικός | κυνική | κυνικό | κυνικοί | κυνικές | κυνικά |
genitive | κυνικού | κυνικής | κυνικού | κυνικών | κυνικών | κυνικών |
accusative | κυνικό | κυνική | κυνικό | κυνικούς | κυνικές | κυνικά |
vocative | κυνικέ | κυνική | κυνικό | κυνικοί | κυνικές | κυνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυνικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυνικότερος | κυνικότερη | κυνικότερο | κυνικότεροι | κυνικότερες | κυνικότερα |
genitive | κυνικότερου | κυνικότερης | κυνικότερου | κυνικότερων | κυνικότερων | κυνικότερων |
accusative | κυνικότερο | κυνικότερη | κυνικότερο | κυνικότερους | κυνικότερες | κυνικότερα |
vocative | κυνικότερε | κυνικότερη | κυνικότερο | κυνικότεροι | κυνικότερες | κυνικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κυνικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυνικότατος | κυνικότατη | κυνικότατο | κυνικότατοι | κυνικότατες | κυνικότατα |
genitive | κυνικότατου | κυνικότατης | κυνικότατου | κυνικότατων | κυνικότατων | κυνικότατων |
accusative | κυνικότατο | κυνικότατη | κυνικότατο | κυνικότατους | κυνικότατες | κυνικότατα |
vocative | κυνικότατε | κυνικότατη | κυνικότατο | κυνικότατοι | κυνικότατες | κυνικότατα |
Noun
κυνικός • (kynikós) m (plural κυνικοί)
Declension
declension of κυνικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυνικός | κυνικοί |
genitive | κυνικού | κυνικών |
accusative | κυνικό | κυνικούς |
vocative | κυνικέ | κυνικοί |