Definify.com
Definition 2024
ένοχος
ένοχος
See also: ἔνοχος
Greek
Adjective
ένοχος • (énochos) m (feminine ένοχη, neuter ένοχο)
Declension
positive forms of ένοχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ένοχος | ένοχη | ένοχο | ένοχοι | ένοχες | ένοχα |
genitive | ένοχου | ένοχης | ένοχου | ένοχων | ένοχων | ένοχων |
accusative | ένοχο | ένοχη | ένοχο | ένοχους | ένοχες | ένοχα |
vocative | ένοχε | ένοχη | ένοχο | ένοχοι | ένοχες | ένοχα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ένοχος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ένοχος, etc.) |
Antonyms
- αθώος (athóos, “innocent”)
Related terms
- ενοχή f (enochí, “guilt”)
Noun
ένοχος • (énochos) m f (plural ένοχοι)