Definify.com
Definition 2024
έξυπνος
έξυπνος
Greek
Adjective
έξυπνος • (éxypnos) m (feminine έξυπνη, neuter έξυπνο)
Declension
positive forms of έξυπνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έξυπνος | έξυπνη | έξυπνο | έξυπνοι | έξυπνες | έξυπνα |
genitive | έξυπνου | έξυπνης | έξυπνου | έξυπνων | έξυπνων | έξυπνων |
accusative | έξυπνο | έξυπνη | έξυπνο | έξυπνους | έξυπνες | έξυπνα |
vocative | έξυπνε | έξυπνη | έξυπνο | έξυπνοι | έξυπνες | έξυπνα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έξυπνος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έξυπνος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξυπνότερος | εξυπνότερη | εξυπνότερο | εξυπνότεροι | εξυπνότερες | εξυπνότερα |
genitive | εξυπνότερου | εξυπνότερης | εξυπνότερου | εξυπνότερων | εξυπνότερων | εξυπνότερων |
accusative | εξυπνότερο | εξυπνότερη | εξυπνότερο | εξυπνότερους | εξυπνότερες | εξυπνότερα |
vocative | εξυπνότερε | εξυπνότερη | εξυπνότερο | εξυπνότεροι | εξυπνότερες | εξυπνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εξυπνότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξυπνότατος | εξυπνότατη | εξυπνότατο | εξυπνότατοι | εξυπνότατες | εξυπνότατα |
genitive | εξυπνότατου | εξυπνότατης | εξυπνότατου | εξυπνότατων | εξυπνότατων | εξυπνότατων |
accusative | εξυπνότατο | εξυπνότατη | εξυπνότατο | εξυπνότατους | εξυπνότατες | εξυπνότατα |
vocative | εξυπνότατε | εξυπνότατη | εξυπνότατο | εξυπνότατοι | εξυπνότατες | εξυπνότατα |
Derived terms
- εξυπνάδα f (exypnáda, “intelligence”)
- πανέξυπνος (panéxypnos, “ingenious, very intelligent”)