Definify.com
Definition 2024
ήταν
ήταν
Greek
Alternative forms
Verb
ήταν • (ítan)
- third-person singular imperfect of είμαι (eímai, “he/she/it was”)
- third-person plural imperfect of είμαι (eímai, “they were”)
Conjugation
είμαι
Present » | Imperfect » | Continuous future » | Subjunctive » | Imperative » | |
1s | είμαι | ήμουν / ήμουνα | θα είμαι | να είμαι | |
2s | είσαι | ήσουν / ήσουνα | θα είσαι | να είσαι | — |
3s | είναι | ήταν / ήτανε | θα είναι | να είναι | |
1p | είμαστε | ήμαστε / ήμασταν | θα είμαστε | να είμαστε | |
2p | είστε / είσαστε | ήσαστε / ήσασταν | θα είστε /είσαστε | να είστε /είσαστε | — |
3p | είναι | ήταν / ήτανε / ήσαν / ήσανε | θα είναι | να είναι | |
Participle: | όντας | ||||
The imperfect forms ήταν and ήτανε have the dated alternatives ήσαν and ήσανε. 1. There is a dated alternative 1st person plural present form είμεθα. 2. The second, vowel-terminated, imperfect form is used informally. 3. The present & imperfect forms are orally identical, the alternative imperfect forms can be used were differentiation is necessary. |
|||||