Definify.com
Definition 2024
αγροτοβιομηχανικός
αγροτοβιομηχανικός
Greek
Noun
αγροτοβιομηχανικός • (agrotoviomichanikós) m (plural αγροτοβιομηχανικοί)
Declension
declension of αγροτοβιομηχανικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγροτοβιομηχανικός | αγροτοβιομηχανικοί |
genitive | αγροτοβιομηχανικού | αγροτοβιομηχανικών |
accusative | αγροτοβιομηχανικό | αγροτοβιομηχανικούς |
vocative | αγροτοβιομηχανικέ | αγροτοβιομηχανικοί |
Adjective
αγροτοβιομηχανικός • (agrotoviomichanikós) m (feminine αγροτοβιομηχανική, neuter αγροτοβιομηχανικό)
Declension
positive forms of αγροτοβιομηχανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροτοβιομηχανικός | αγροτοβιομηχανική | αγροτοβιομηχανικό | αγροτοβιομηχανικοί | αγροτοβιομηχανικές | αγροτοβιομηχανικά |
genitive | αγροτοβιομηχανικού | αγροτοβιομηχανικής | αγροτοβιομηχανικού | αγροτοβιομηχανικών | αγροτοβιομηχανικών | αγροτοβιομηχανικών |
accusative | αγροτοβιομηχανικό | αγροτοβιομηχανική | αγροτοβιομηχανικό | αγροτοβιομηχανικούς | αγροτοβιομηχανικές | αγροτοβιομηχανικά |
vocative | αγροτοβιομηχανικέ | αγροτοβιομηχανική | αγροτοβιομηχανικό | αγροτοβιομηχανικοί | αγροτοβιομηχανικές | αγροτοβιομηχανικά |