Definify.com
Definition 2024
αδιάλειπτος
αδιάλειπτος
Greek
Adjective
αδιάλειπτος • (adiáleiptos) m (feminine αδιάλειπτη, neuter αδιάλειπτο)
Declension
positive forms of αδιάλειπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάλειπτος | αδιάλειπτη | αδιάλειπτο | αδιάλειπτοι | αδιάλειπτες | αδιάλειπτα |
genitive | αδιάλειπτου | αδιάλειπτης | αδιάλειπτου | αδιάλειπτων | αδιάλειπτων | αδιάλειπτων |
accusative | αδιάλειπτο | αδιάλειπτη | αδιάλειπτο | αδιάλειπτους | αδιάλειπτες | αδιάλειπτα |
vocative | αδιάλειπτε | αδιάλειπτη | αδιάλειπτο | αδιάλειπτοι | αδιάλειπτες | αδιάλειπτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάλειπτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλειπτος, etc.) |
Synonyms
- αδιάκοπος (adiákopos, “uninterrupted”)
Related terms
- αδιάλειπτα (adiáleipta, “incessantly”)