Definify.com
Definition 2024
αδικημένος
αδικημένος
Greek
Adjective
αδικημένος • (adikiménos) m (feminine αδικημένη, neuter αδικημένο)
Declension
positive forms of αδικημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδικημένος | αδικημένη | αδικημένο | αδικημένοι | αδικημένες | αδικημένα |
genitive | αδικημένου | αδικημένης | αδικημένου | αδικημένων | αδικημένων | αδικημένων |
accusative | αδικημένο | αδικημένη | αδικημένο | αδικημένους | αδικημένες | αδικημένα |
vocative | αδικημένε | αδικημένη | αδικημένο | αδικημένοι | αδικημένες | αδικημένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδικημένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδικημένος, etc.) |
Related terms
- see: αδικώ (adikó, “to wrong”)