Definify.com
Definition 2025
αδικώ
αδικώ
Greek
Verb
αδικώ • (adikó) (simple past αδίκησα, passive form αδικούμαι or αδικιέμαι)
Conjugation
αδικώ
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | αδικώ | αδικούσα | θα αδικώ | να αδικώ | |
| 2s | αδικείς | αδικούσες | θα αδικείς | να αδικείς | — | 
| 3s | αδικεί | αδικούσε | θα αδικεί | να αδικεί | |
| 1p | αδικούμε | αδικούσαμε | θα αδικούμε | να αδικούμε | |
| 2p | αδικείτε | αδικούσατε | θα αδικείτε | να αδικείτε | αδικείτε | 
| 3p | αδικούν, αδικούνε | αδικούσαν, αδικούσανε | θα αδικούν, θα αδικούνε | να αδικούν, να αδικούνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | αδικήσω | αδίκησα | θα αδικήσω | να αδικήσω | |
| 2s | αδικήσεις | αδίκησες | θα αδικήσεις | να αδικήσεις | αδίκησε | 
| 3s | αδικήσει | αδίκησε | θα αδικήσει | να αδικήσει | |
| 1p | αδικήσουμε, αδικήσομε | αδικήσαμε | θα αδικήσουμε, θα αδικήσομε | να αδικήσουμε, να αδικήσομε | |
| 2p | αδικήσετε | αδικήσατε | θα αδικήσετε | να αδικήσετε | αδικήστε, αδικήσετε | 
| 3p | αδικήσουν, αδικήσουνε | αδίκησαν, αδικήσαν, αδικήσανε | θα αδικήσουν, θα αδικήσουνε | να αδικήσουν, να αδικήσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω αδικήσει | είχα αδικήσει | θα έχω αδικήσει | να έχω αδικήσει | |
| 2s | έχεις αδικήσει | είχες αδικήσει | θα έχεις αδικήσει | να έχεις αδικήσει | |
| 3s | έχει αδικήσει | είχε αδικήσει | θα έχει αδικήσει | να έχει αδικήσει | |
| 1p | έχουμε αδικήσει | είχαμε αδικήσει | θα έχουμε αδικήσει | να έχουμε αδικήσει | |
| 2p | έχετε αδικήσει | είχατε αδικήσει | θα έχετε αδικήσει | να έχετε αδικήσει | |
| 3p | έχουν αδικήσει | είχαν αδικήσει | θα έχουν αδικήσει | να έχουν αδικήσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αδικημένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αδικημένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αδικημένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αδικημένο | ||||
| Participle: | αδικώντας | Non-finite ‡ | αδικήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
| 
    This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses  | 
|||||
Related terms
- αδίκημα n (adíkima, “offence”)
 - αδικία f (adikía, “wrong, injustice”)
 - αδικημένος (adikiménos, “wronged, offended”)
 - άδικο n (ádiko, “wrong”)
 - άδικος (ádikos, “unfair, wrongful”)
 - αδικοχαμένος (adikochaménos, “die prematurely”)