Definify.com
Definition 2024
αδικούμαι
αδικούμαι
Greek
Alternative forms
- αδικιέμαι (adikiémai)
Verb
αδικούμαι • (adikoúmai) (simple past αδικήθηκα, active form αδικώ, passive)
Conjugation
αδικούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδικούμαι | αδικιόμουν, αδικιόμουνα | θα αδικούμαι | να αδικούμαι | |
2s | αδικείσαι | αδικιόσουν, αδικιόσουνα | θα αδικείσαι | να αδικείσαι | — |
3s | αδικείται | αδικιόταν, αδικιότανε | θα αδικείται | να αδικείται | |
1p | αδικούμαστε, αδικόμαστε | αδικιόμαστε, αδικιόμασταν | θα αδικούμαστε | να αδικούμαστε | |
2p | αδικείστε, αδικόσαστε | αδικιόσαστε, αδικιόσασταν | θα αδικείστε | να αδικείστε | αδικείστε |
3p | αδικούνται | αδικιόνταν, αδικιούνταν, αδικιόντουσαν, αδικιόντανε | θα αδικούνται | να αδικούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδικηθώ | αδικήθηκα | θα αδικηθώ | να αδικηθώ | |
2s | αδικηθείς | αδικήθηκες | θα αδικηθείς | να αδικηθείς | αδικήσου |
3s | αδικηθεί | αδικήθηκε | θα αδικηθεί | να αδικηθεί | |
1p | αδικηθούμε | αδικηθήκαμε | θα αδικηθούμε | να αδικηθούμε | |
2p | αδικηθείτε | αδικηθήκατε | θα αδικηθείτε | να αδικηθείτε | αδικηθείτε |
3p | αδικηθούν, αδικηθούνε | αδικήθηκαν, αδικηθήκανε, αδικηθήκαν | θα αδικηθούν, θα αδικηθούνε | να αδικηθούν, να αδικηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αδικηθεί | είχα αδικηθεί | θα έχω αδικηθεί | να έχω αδικηθεί | |
2s | έχεις αδικηθεί | είχες αδικηθεί | θα έχεις αδικηθεί | να έχεις αδικηθεί | |
3s | έχει αδικηθεί | είχε αδικηθεί | θα έχει αδικηθεί | να έχει αδικηθεί | |
1p | έχουμε αδικηθεί | είχαμε αδικηθεί | θα έχουμε αδικηθεί | να έχουμε αδικηθεί | |
2p | έχετε αδικηθεί | είχατε αδικηθεί | θα έχετε αδικηθεί | να έχετε αδικηθεί | |
3p | έχουν αδικηθεί | είχαν αδικηθεί | θα έχουν αδικηθεί | να έχουν αδικηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | αδικηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||