Definify.com
Definition 2024
αιματοκυλίζω
αιματοκυλίζω
Greek
Alternative forms
- ματοκυλίζω (matokylízo)
Verb
αιματοκυλίζω • (aimatokylízo) (simple past αιματοκύλισα, passive form αιματοκυλίζομαι)
Conjugation
αιματοκυλίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αιματοκυλίζω | αιματοκύλιζα | θα αιματοκυλίζω | να αιματοκυλίζω | |
2s | αιματοκυλίζεις | αιματοκύλιζες | θα αιματοκυλίζεις | να αιματοκυλίζεις | αιματοκύλιζε |
3s | αιματοκυλίζει | αιματοκύλιζε | θα αιματοκυλίζει | να αιματοκυλίζει | |
1p | αιματοκυλίζουμε, αιματοκυλίζομε | αιματοκυλίζαμε | θα αιματοκυλίζουμε, αιματοκυλίζομε | να αιματοκυλίζουμε, αιματοκυλίζομε | |
2p | αιματοκυλίζετε | αιματοκυλίζατε | θα αιματοκυλίζετε | να αιματοκυλίζετε | αιματοκυλίζετε |
3p | αιματοκυλίζουν, αιματοκυλίζουνε | αιματοκύλιζαν, αιματοκυλίζαν, αιματοκυλίζανε | θα αιματοκυλίζουν, αιματοκυλίζουνε | να αιματοκυλίζουν, αιματοκυλίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αιματοκυλίσω | αιματοκύλισα | θα αιματοκυλίσω | να αιματοκυλίσω | |
2s | αιματοκυλίσεις | αιματοκύλισες | θα αιματοκυλίσεις | να αιματοκυλίσεις | αιματοκύλισε |
3s | αιματοκυλίσει | αιματοκύλισε | θα αιματοκυλίσει | να αιματοκυλίσει | |
1p | αιματοκυλίσουμε, αιματοκυλίσομε | αιματοκυλίσαμε | θα αιματοκυλίσουμε, αιματοκυλίσομε | να αιματοκυλίσουμε, αιματοκυλίσομε | |
2p | αιματοκυλίσετε | αιματοκυλίσατε | θα αιματοκυλίσετε | να αιματοκυλίσετε | αιματοκυλίστε |
3p | αιματοκυλίσουν, αιματοκυλίσουνε | αιματοκύλισαν, αιματοκυλίσαν, αιματοκυλίσανε | θα αιματοκυλίσουν, αιματοκυλίσουνε | να αιματοκυλίσουν, αιματοκυλίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αιματοκυλίσει | είχα αιματοκυλίσει | θα έχω αιματοκυλίσει | να έχω αιματοκυλίσει | |
2s | έχεις αιματοκυλίσει | είχες αιματοκυλίσει | θα έχεις αιματοκυλίσει | να έχεις αιματοκυλίσει | |
3s | έχει αιματοκυλίσει | είχε αιματοκυλίσει | θα έχει αιματοκυλίσει | να έχει αιματοκυλίσει | |
1p | έχουμε αιματοκυλίσει | είχαμε αιματοκυλίσει | θα έχουμε αιματοκυλίσει | να έχουμε αιματοκυλίσει | |
2p | έχετε αιματοκυλίσει | είχατε αιματοκυλίσει | θα έχετε αιματοκυλίσει | να έχετε αιματοκυλίσει | |
3p | έχουν αιματοκυλίσει | είχαν αιματοκυλίσει | θα έχουν αιματοκυλίσει | να έχουν αιματοκυλίσει | |
Participle: | αιματοκυλίζοντας | Non-finite ‡ | αιματοκυλίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αιματοκύλισμα n (aimatokýlisma, “bloodbath”)
- and see: αίμα n (aíma, “blood”)
Synonyms
- αιματοκυλώ (aimatokyló)