Definify.com
Definition 2024
ματοκυλίζω
ματοκυλίζω
Greek
Verb
ματοκυλίζω • (matokylízo) (simple past ματοκύλισα, passive form ματοκυλίζομαι)
- Alternative form of αιματοκυλίζω (aimatokylízo)
Conjugation
ματοκυλίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ματοκυλίζω | ματοκύλιζα | θα ματοκυλίζω | να ματοκυλίζω | |
2s | ματοκυλίζεις | ματοκύλιζες | θα ματοκυλίζεις | να ματοκυλίζεις | ματοκύλιζε |
3s | ματοκυλίζει | ματοκύλιζε | θα ματοκυλίζει | να ματοκυλίζει | |
1p | ματοκυλίζουμε, ματοκυλίζομε | ματοκυλίζαμε | θα ματοκυλίζουμε, ματοκυλίζομε | να ματοκυλίζουμε, ματοκυλίζομε | |
2p | ματοκυλίζετε | ματοκυλίζατε | θα ματοκυλίζετε | να ματοκυλίζετε | ματοκυλίζετε |
3p | ματοκυλίζουν, ματοκυλίζουνε | ματοκύλιζαν, ματοκυλίζαν, ματοκυλίζανε | θα ματοκυλίζουν, ματοκυλίζουνε | να ματοκυλίζουν, ματοκυλίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ματοκυλίσω | ματοκύλισα | θα ματοκυλίσω | να ματοκυλίσω | |
2s | ματοκυλίσεις | ματοκύλισες | θα ματοκυλίσεις | να ματοκυλίσεις | ματοκύλισε |
3s | ματοκυλίσει | ματοκύλισε | θα ματοκυλίσει | να ματοκυλίσει | |
1p | ματοκυλίσουμε, ματοκυλίσομε | ματοκυλίσαμε | θα ματοκυλίσουμε, ματοκυλίσομε | να ματοκυλίσουμε, ματοκυλίσομε | |
2p | ματοκυλίσετε | ματοκυλίσατε | θα ματοκυλίσετε | να ματοκυλίσετε | ματοκυλίστε |
3p | ματοκυλίσουν, ματοκυλίσουνε | ματοκύλισαν, ματοκυλίσαν, ματοκυλίσανε | θα ματοκυλίσουν, ματοκυλίσουνε | να ματοκυλίσουν, ματοκυλίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ματοκυλίσει | είχα ματοκυλίσει | θα έχω ματοκυλίσει | να έχω ματοκυλίσει | |
2s | έχεις ματοκυλίσει | είχες ματοκυλίσει | θα έχεις ματοκυλίσει | να έχεις ματοκυλίσει | |
3s | έχει ματοκυλίσει | είχε ματοκυλίσει | θα έχει ματοκυλίσει | να έχει ματοκυλίσει | |
1p | έχουμε ματοκυλίσει | είχαμε ματοκυλίσει | θα έχουμε ματοκυλίσει | να έχουμε ματοκυλίσει | |
2p | έχετε ματοκυλίσει | είχατε ματοκυλίσει | θα έχετε ματοκυλίσει | να έχετε ματοκυλίσει | |
3p | έχουν ματοκυλίσει | είχαν ματοκυλίσει | θα έχουν ματοκυλίσει | να έχουν ματοκυλίσει | |
Participle: | ματοκυλίζοντας | Non-finite ‡ | ματοκυλίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- ματοκυλώ (matokyló)