Definify.com

Definition 2024


ακολουθάω

ακολουθάω

Greek

Verb

ακολουθάω (akoloutháo) (simple past ακολούθησα, passive form ακολουθούμαι or ακολουθιέμαι)

  1. Alternative form of ακολουθώ (akolouthó)

Conjugation