Definify.com
Definition 2024
ακονίζω
ακονίζω
Greek
Verb
ακονίζω • (akonízo) (simple past ακόνισα, passive form ακονίζομαι)
Conjugation
ακονίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακονίζω | ακόνιζα | θα ακονίζω | να ακονίζω | |
2s | ακονίζεις | ακόνιζες | θα ακονίζεις | να ακονίζεις | ακόνιζε |
3s | ακονίζει | ακόνιζε | θα ακονίζει | να ακονίζει | |
1p | ακονίζουμε, ακονίζομε | ακονίζαμε | θα ακονίζουμε, ακονίζομε | να ακονίζουμε, ακονίζομε | |
2p | ακονίζετε | ακονίζατε | θα ακονίζετε | να ακονίζετε | ακονίζετε |
3p | ακονίζουν, ακονίζουνε | ακόνιζαν, ακονίζαν, ακονίζανε | θα ακονίζουν, ακονίζουνε | να ακονίζουν, ακονίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακονίσω | ακόνισα | θα ακονίσω | να ακονίσω | |
2s | ακονίσεις | ακόνισες | θα ακονίσεις | να ακονίσεις | ακόνισε |
3s | ακονίσει | ακόνισε | θα ακονίσει | να ακονίσει | |
1p | ακονίσουμε, ακονίσομε | ακονίσαμε | θα ακονίσουμε, ακονίσομε | να ακονίσουμε, ακονίσομε | |
2p | ακονίσετε | ακονίσατε | θα ακονίσετε | να ακονίσετε | ακονίστε |
3p | ακονίσουν, ακονίσουνε | ακόνισαν, ακονίσαν, ακονίσανε | θα ακονίσουν, ακονίσουνε | να ακονίσουν, ακονίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ακονίσει | είχα ακονίσει | θα έχω ακονίσει | να έχω ακονίσει | |
2s | έχεις ακονίσει | είχες ακονίσει | θα έχεις ακονίσει | να έχεις ακονίσει | |
3s | έχει ακονίσει | είχε ακονίσει | θα έχει ακονίσει | να έχει ακονίσει | |
1p | έχουμε ακονίσει | είχαμε ακονίσει | θα έχουμε ακονίσει | να έχουμε ακονίσει | |
2p | έχετε ακονίσει | είχατε ακονίσει | θα έχετε ακονίσει | να έχετε ακονίσει | |
3p | έχουν ακονίσει | είχαν ακονίσει | θα έχουν ακονίσει | να έχουν ακονίσει | |
Participle: | ακονίζοντας | Non-finite ‡ | ακονίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (stimulate): οξύνω (oxýno)
- (sharpen a pencil): ξύνω (xýno, “to grate”)
Antonyms
- αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)