Definify.com
Definition 2025
ακουστικός
ακουστικός
Greek
Adjective
ακουστικός • (akoustikós) m (feminine ακουστική, neuter ακουστικό)
Declension
positive forms of ακουστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακουστικός | ακουστική | ακουστικό | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
| genitive | ακουστικού | ακουστικής | ακουστικού | ακουστικών | ακουστικών | ακουστικών |
| accusative | ακουστικό | ακουστική | ακουστικό | ακουστικούς | ακουστικές | ακουστικά |
| vocative | ακουστικέ | ακουστική | ακουστικό | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακουστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακουστικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακουστικότερος | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότεροι | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
| genitive | ακουστικότερου | ακουστικότερης | ακουστικότερου | ακουστικότερων | ακουστικότερων | ακουστικότερων |
| accusative | ακουστικότερο | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότερους | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
| vocative | ακουστικότερε | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότεροι | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακουστικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακουστικότατος | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατοι | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
| genitive | ακουστικότατου | ακουστικότατης | ακουστικότατου | ακουστικότατων | ακουστικότατων | ακουστικότατων |
| accusative | ακουστικότατο | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατους | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
| vocative | ακουστικότατε | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατοι | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
Related terms
- ακουστική f (akoustikí, “acoustics, acoustics”)
- ακουστικό n (akoustikó, “headphone, receiver”)
- ακουστική κιθάρα f (akoustikí kithára, “acoustic guitar”)
- ακούω (akoúo, “to listen, to hear”)