Definify.com
Definition 2024
ακουστικός
ακουστικός
Greek
Adjective
ακουστικός • (akoustikós) m (feminine ακουστική, neuter ακουστικό)
Declension
positive forms of ακουστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακουστικός | ακουστική | ακουστικό | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
genitive | ακουστικού | ακουστικής | ακουστικού | ακουστικών | ακουστικών | ακουστικών |
accusative | ακουστικό | ακουστική | ακουστικό | ακουστικούς | ακουστικές | ακουστικά |
vocative | ακουστικέ | ακουστική | ακουστικό | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακουστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακουστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακουστικότερος | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότεροι | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
genitive | ακουστικότερου | ακουστικότερης | ακουστικότερου | ακουστικότερων | ακουστικότερων | ακουστικότερων |
accusative | ακουστικότερο | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότερους | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
vocative | ακουστικότερε | ακουστικότερη | ακουστικότερο | ακουστικότεροι | ακουστικότερες | ακουστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακουστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακουστικότατος | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατοι | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
genitive | ακουστικότατου | ακουστικότατης | ακουστικότατου | ακουστικότατων | ακουστικότατων | ακουστικότατων |
accusative | ακουστικότατο | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατους | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
vocative | ακουστικότατε | ακουστικότατη | ακουστικότατο | ακουστικότατοι | ακουστικότατες | ακουστικότατα |
Related terms
- ακουστική f (akoustikí, “acoustics, acoustics”)
- ακουστικό n (akoustikó, “headphone, receiver”)
- ακουστική κιθάρα f (akoustikí kithára, “acoustic guitar”)
- ακούω (akoúo, “to listen, to hear”)