Definify.com

Definition 2024


αμερικάνικος

αμερικάνικος

Greek

Adjective

αμερικάνικος (amerikánikos) m (feminine αμερικάνικη, neuter αμερικάνικο)

  1. Alternative form of αμερικανικός (amerikanikós)

Declension

Related terms

Derived terms