Definify.com
Definition 2025
αναζητούμαι
αναζητούμαι
Greek
Alternative forms
- αναζητιέμαι (anazitiémai)
Verb
αναζητούμαι • (anazitoúmai) (simple past αναζητήθηκα, active form αναζητώ, passive)
- be sought, be looked for
Conjugation
αναζητούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναζητούμαι | αναζητιόμουν, αναζητιόμουνα | θα αναζητούμαι | να αναζητούμαι | |
2s | αναζητείσαι | αναζητιόσουν, αναζητιόσουνα | θα αναζητείσαι | να αναζητείσαι | — |
3s | αναζητείται | αναζητιόταν, αναζητιότανε | θα αναζητείται | να αναζητείται | |
1p | αναζητούμαστε, αναζητόμαστε | αναζητιόμαστε, αναζητιόμασταν | θα αναζητούμαστε | να αναζητούμαστε | |
2p | αναζητείστε, αναζητόσαστε | αναζητιόσαστε, αναζητιόσασταν | θα αναζητείστε | να αναζητείστε | αναζητείστε |
3p | αναζητούνται | αναζητιόνταν, αναζητιούνταν, αναζητιόντουσαν, αναζητιόντανε | θα αναζητούνται | να αναζητούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναζητηθώ | αναζητήθηκα | θα αναζητηθώ | να αναζητηθώ | |
2s | αναζητηθείς | αναζητήθηκες | θα αναζητηθείς | να αναζητηθείς | αναζητήσου |
3s | αναζητηθεί | αναζητήθηκε | θα αναζητηθεί | να αναζητηθεί | |
1p | αναζητηθούμε | αναζητηθήκαμε | θα αναζητηθούμε | να αναζητηθούμε | |
2p | αναζητηθείτε | αναζητηθήκατε | θα αναζητηθείτε | να αναζητηθείτε | αναζητηθείτε |
3p | αναζητηθούν, αναζητηθούνε | αναζητήθηκαν, αναζητηθήκανε, αναζητηθήκαν | θα αναζητηθούν, θα αναζητηθούνε | να αναζητηθούν, να αναζητηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναζητηθεί | είχα αναζητηθεί | θα έχω αναζητηθεί | να έχω αναζητηθεί | |
2s | έχεις αναζητηθεί | είχες αναζητηθεί | θα έχεις αναζητηθεί | να έχεις αναζητηθεί | |
3s | έχει αναζητηθεί | είχε αναζητηθεί | θα έχει αναζητηθεί | να έχει αναζητηθεί | |
1p | έχουμε αναζητηθεί | είχαμε αναζητηθεί | θα έχουμε αναζητηθεί | να έχουμε αναζητηθεί | |
2p | έχετε αναζητηθεί | είχατε αναζητηθεί | θα έχετε αναζητηθεί | να έχετε αναζητηθεί | |
3p | έχουν αναζητηθεί | είχαν αναζητηθεί | θα έχουν αναζητηθεί | να έχουν αναζητηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | αναζητηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||