Definify.com
Definition 2024
αναζητώ
αναζητώ
Greek
Alternative forms
- αναζητάω (anazitáo)
Verb
αναζητώ • (anazitó) (simple past αναζήτησα, passive form αναζητούμαι or αναζητιέμαι)
Conjugation
αναζητώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναζητώ, αναζητάω | αναζητούσα, αναζήταγα | θα αναζητώ, θα αναζητάω | να αναζητώ, να αναζητάω | |
2s | αναζητείς, αναζητάς | αναζητούσες, αναζήταγες | θα αναζητάς, θα αναζητείς | να αναζητάς, να αναζητείς | αναζήτα, αναζήταγε |
3s | αναζητεί, αναζητάει, αναζητά | αναζητούσε, αναζήταγε | θα αναζητά, θα αναζητεί, θα αναζητάει | να αναζητά, να αναζητεί, να αναζητάει | |
1p | αναζητάμε, αναζητούμε | αναζητούσαμε, αναζητάγαμε | θα αναζητούμε | να αναζητούμε | |
2p | αναζητάτε, αναζητείτε | αναζητούσατε, αναζητάγατε | θα αναζητάτε, θα αναζητείτε | να αναζητάτε, να αναζητείτε | αναζητάτε |
3p | αναζητάνε, αναζητάν, αναζητούν, αναζητούνε | αναζητούσαν, αναζητούσανε, αναζήταγαν, αναζητάγανε | θα αναζητούν, θα αναζητούνε, θα αναζητάνε, θα αναζητάν | να αναζητούν, να αναζητούνε, να αναζητάνε, να αναζητάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναζητήσω | αναζήτησα | θα αναζητήσω | να αναζητήσω | |
2s | αναζητήσεις | αναζήτησες | θα αναζητήσεις | να αναζητήσεις | αναζήτησε, αναζήτα |
3s | αναζητήσει | αναζήτησε | θα αναζητήσει | να αναζητήσει | |
1p | αναζητήσουμε, αναζητήσομε | αναζητήσαμε | θα αναζητήσουμε, θα αναζητήσομε | να αναζητήσουμε, να αναζητήσομε | |
2p | αναζητήσετε | αναζητήσατε | θα αναζητήσετε | να αναζητήσετε | αναζητήστε |
3p | αναζητήσουν, αναζητήσουνε | αναζήτησαν, αναζητήσανε, αναζητήσαν | θα αναζητήσουν, θα αναζητήσουνε | να αναζητήσουν, να αναζητήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναζητήσει | είχα αναζητήσει | θα έχω αναζητήσει | να έχω αναζητήσει | |
2s | έχεις αναζητήσει | είχες αναζητήσει | θα έχεις αναζητήσει | να έχεις αναζητήσει | |
3s | έχει αναζητήσει | είχε αναζητήσει | θα έχει αναζητήσει | να έχει αναζητήσει | |
1p | έχουμε αναζητήσει | είχαμε αναζητήσει | θα έχουμε αναζητήσει | να έχουμε αναζητήσει | |
2p | έχετε αναζητήσει | είχατε αναζητήσει | θα έχετε αναζητήσει | να έχετε αναζητήσει | |
3p | έχουν αναζητήσει | είχαν αναζητήσει | θα έχουν αναζητήσει | να έχουν αναζητήσει | |
Participle: | αναζητώντας | Non-finite ‡ | αναζητήσει | 58/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- ερευνώ (erevnó)