Definify.com
Definition 2024
ανώτατος
ανώτατος
Greek
Adjective
ανώτατος • (anótatos) m (feminine ανωτάτη or ανώτατη, neuter ανώτατο)
Declension
positive forms of ανώτατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώτατος | ανώτατη | ανώτατο | ανώτατοι | ανώτατες | ανώτατα |
genitive | ανώτατου | ανώτατης | ανώτατου | ανώτατων | ανώτατων | ανώτατων |
accusative | ανώτατο | ανώτατη | ανώτατο | ανώτατους | ανώτατες | ανώτατα |
vocative | ανώτατε | ανώτατη | ανώτατο | ανώτατοι | ανώτατες | ανώτατα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώτατος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώτατος, etc.) |
|||||
notes | alternatively stressed feminine forms: ανωτάτη, ανωτάτης, ανωτάτες, ανωτάτων |
Related terms
- ανώτερος (anóteros, “higher”)
- ανώτατο δικαστήριο n (anótato dikastírio, “supreme court”)