Definify.com
Definition 2024
απόδραση
απόδραση
Greek
Noun
απόδραση • (apódrasi) f (plural αποδράσεις)
- escape (actual and figurative)
Declension
declension of απόδραση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόδραση | αποδράσεις |
genitive | απόδρασης / αποδράσεως | αποδράσεων |
accusative | απόδραση | αποδράσεις |
vocative | απόδραση | αποδράσεις |
Synonyms
- διαφυγή f (diafygí),
- δραπέτευση f (drapétefsi)
- (escape of gas): διαρροή f (diarroí)