Definify.com

Definition 2024


διαφυγή

διαφυγή

Greek

Noun

διαφυγή (diafygí) f (plural διαφυγές)

  1. (real and figuratively): escape (from dangerous or unpleasant situation)
    για να εμποδιστεί η διαφυγή του καταζητούμενου
    to prevent the escape of fugitive
    τη διαφυγή από μια σκληρή γάμο
    escape from a cruel marriage
  2. leak (gas, water, radioactivity, etc)

Declension

Synonyms