Definify.com
Definition 2024
δραπέτευση
δραπέτευση
Greek
Noun
δραπέτευση • (drapétefsi) f (plural δραπετεύσεις)
Declension
declension of δραπέτευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραπέτευση | δραπετεύσεις |
genitive | δραπέτευσης / δραπετεύσεως | δραπετεύσεων |
accusative | δραπέτευση | δραπετεύσεις |
vocative | δραπέτευση | δραπετεύσεις |
Synonyms
Related terms
- δραπετεύω (drapetévo, “to escape”)