Definify.com
Definition 2025
αρχαιοπρ.
αρχαιοπρ.
Greek
Adjective
αρχαιοπρ. • (archaiopr.) m
- (grammar) Abbreviation of αρχαιοπρεπής (archaioprepís): archaic
Related terms
- αρχ. (arch.), αρχαίος (archaíos, “ancient”)
- αρχαϊστ. (archaïst.), αρχαϊστικός (archaïstikós, “archaistic”)