Definify.com

Definition 2025


αρχαϊστικός

αρχαϊστικός

Greek

Adjective

αρχαϊστικός (archaïstikós) m (feminine αρχαϊστική, neuter αρχαϊστικό)

  1. (grammar) archaistic

Declension

Synonyms

Related terms