Definify.com
Definition 2025
αρχαιοπρεπής
αρχαιοπρεπής
Greek
Adjective
αρχαιοπρεπής • (archaioprepís) m (feminine αρχαιοπρεπής, neuter αρχαιοπρεπές)
Declension
positive forms of αρχαιοπρεπής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιοπρεπής | αρχαιοπρεπής | αρχαιοπρεπές | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπή |
genitive | αρχαιοπρεπούς | αρχαιοπρεπούς | αρχαιοπρεπούς | αρχαιοπρεπών | αρχαιοπρεπών | αρχαιοπρεπών |
accusative | αρχαιοπρεπή | αρχαιοπρεπή | αρχαιοπρεπές | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαιοπρεπής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαιοπρεπής, etc.) |
Synonyms
- αρχαιοπρ. (archaiopr.) (abbreviation)
Related terms
- αρχ. (arch.), αρχαίος (archaíos, “ancient”)
- αρχαϊστ. (archaïst.), αρχαϊστικός (archaïstikós, “archaistic”)