Definify.com
Definition 2024
αρχαϊστ.
αρχαϊστ.
Greek
Adjective
αρχαϊστ. • (archaïst.) m
- (grammar) Abbreviation of αρχαϊστικός (archaïstikós): archaistic
Related terms
- αρχ. (arch.), αρχαίος (archaíos, “ancient”)
- αρχαιοπρ. (archaiopr.), αρχαιοπρεπής (archaioprepís, “archaic”)