Definify.com
Definition 2024
βαστώ
βαστώ
Greek
Alternative forms
- βαστάω (vastáo)
Verb
βαστώ • (vastó) (simple past βάσταξα or βάστηξα, passive form βαστιέμαι)
- hold, contain
- hold, carry (on yourself: money, etc)
- (figuratively) hold, carry, look after (a secret)
- hold back
- (figuratively) hold back (control yourself)
- support, bear (be leaned against)
- (figuratively) look after, care for
- last, endure (a period of time)
- descend from genealogically
Conjugation
βαστώ, βαστάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βαστώ, βαστάω | βαστούσα, βάσταγα | θα βαστώ, θα βαστάω | να βαστώ, να βαστάω | |
2s | βαστάς | βαστούσες, βάσταγες | θα βαστάς | να βαστάς | βάστα, βάσταγε |
3s | βαστά, βαστάει | βαστούσε, βάσταγε | θα βαστά, θα βαστάει | να βαστά, να βαστάει | |
1p | βαστούμε, βαστάμε | βαστούσαμε, βαστάγαμε | θα βαστούμε, θα βαστάμε | να βαστούμε, να βαστάμε | |
2p | βαστάτε | βαστούσατε, βαστάγατε | θα βαστάτε | να βαστάτε | βαστάτε |
3p | βαστούν, βαστούνε, βαστάνε, βαστάν | βαστούσαν, βαστούσανε, βάσταγαν, βαστάγανε | θα βαστούν, θα βαστούνε, θα βαστάνε, θα βαστάν | να βαστούν, να βαστούνε, να βαστάνε, να βαστάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βαστάξω, βαστήξω | βάσταξα, βάστηξα | θα βαστάξω, θα βαστήξω | να βαστάξω, να βαστήξω | |
2s | βαστάξεις, βαστήξεις | βάσταξες, βάστηξες | θα βαστάξεις, θα βαστήξεις | να βαστάξεις, να βαστήξεις | βάσταξε, βάστηξε, βάστα |
3s | βαστάξει, βαστήξει | βάσταξε, βάστηξε | θα βαστάξει, θα βαστήξει | να βαστάξει, να βαστήξει | |
1p | βαστάξουμε, βαστάξομε, βαστήξουμε, βαστήξομε | βαστάξαμε, βαστήξαμε | θα βαστάξουμε, θα βαστάξομε, θα βαστήξουμε, θα βαστήξομε | να βαστάξουμε, να βαστάξομε, να βαστήξουμε, να βαστήξομε | |
2p | βαστάξετε, βαστήξετε | βαστάξατε, βαστήξατε | θα βαστάξετε, θα βαστήξετε | να βαστάξετε, να βαστήξετε | βαστάξτε, βαστήξτε, βαστάχτε, βαστήχτε |
3p | βαστάξουν, βαστάξουνε, βαστήξουν, βαστήξουνε | βάσταξαν, βαστάξανε, βαστάξαν, βάστηξαν, βαστήξανε, βαστήξαν | θα βαστάξουν, θα βαστάξουνε, θα βαστήξουν, θα βαστήξουνε | να βαστάξουν, να βαστάξουνε, να βαστήξουν, να βαστήξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βαστάξει / βαστήξει | είχα βαστάξει / βαστήξει | θα έχω βαστάξει / βαστήξει | να έχω βαστάξει / βαστήξει | |
2s | έχεις βαστάξει / βαστήξει | είχες βαστάξει / βαστήξει | θα έχεις βαστάξει / βαστήξει | να έχεις βαστάξει / βαστήξει | |
3s | έχει βαστάξει / βαστήξει | είχε βαστάξει / βαστήξει | θα έχει βαστάξει / βαστήξει | να έχει βαστάξει / βαστήξει | |
1p | έχουμε βαστάξει / βαστήξει | είχαμε βαστάξει / βαστήξει | θα έχουμε βαστάξει / βαστήξει | να έχουμε βαστάξει / βαστήξει | |
2p | έχετε βαστάξει / βαστήξει | είχατε βαστάξει / βαστήξει | θα έχετε βαστάξει / βαστήξει | να έχετε βαστάξει / βαστήξει | |
3p | έχουν βαστάξει / βαστήξει | είχαν βαστάξει / βαστήξει | θα έχουν βαστάξει / βαστήξει | να έχουν βαστάξει / βαστήξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βασταγμένο / βαστηγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βασταγμένο / βαστηγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βασταγμένο / βαστηγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βασταγμένο / βαστηγμένο | ||||
Participle: | βαστώντας | Non-finite ‡ | βαστάξει, βαστήξει | 64/66, αξ/ηξ, 2A-3d/2A-1c | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- βαστάζω (vastázo)