Definify.com
Definition 2024
βυθίζω
βυθίζω
Greek
Verb
βυθίζω • (vythízo) (simple past βύθισα, passive form βυθίζομαι)
Conjugation
βυθίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βυθίζω | βύθιζα | θα βυθίζω | να βυθίζω | |
2s | βυθίζεις | βύθιζες | θα βυθίζεις | να βυθίζεις | βύθιζε |
3s | βυθίζει | βύθιζε | θα βυθίζει | να βυθίζει | |
1p | βυθίζουμε, βυθίζομε | βυθίζαμε | θα βυθίζουμε, βυθίζομε | να βυθίζουμε, βυθίζομε | |
2p | βυθίζετε | βυθίζατε | θα βυθίζετε | να βυθίζετε | βυθίζετε |
3p | βυθίζουν, βυθίζουνε | βύθιζαν, βυθίζαν, βυθίζανε | θα βυθίζουν, βυθίζουνε | να βυθίζουν, βυθίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βυθίσω | βύθισα | θα βυθίσω | να βυθίσω | |
2s | βυθίσεις | βύθισες | θα βυθίσεις | να βυθίσεις | βύθισε |
3s | βυθίσει | βύθισε | θα βυθίσει | να βυθίσει | |
1p | βυθίσουμε, βυθίσομε | βυθίσαμε | θα βυθίσουμε, βυθίσομε | να βυθίσουμε, βυθίσομε | |
2p | βυθίσετε | βυθίσατε | θα βυθίσετε | να βυθίσετε | βυθίστε |
3p | βυθίσουν, βυθίσουνε | βύθισαν, βυθίσαν, βυθίσανε | θα βυθίσουν, βυθίσουνε | να βυθίσουν, βυθίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βυθίσει | είχα βυθίσει | θα έχω βυθίσει | να έχω βυθίσει | |
2s | έχεις βυθίσει | είχες βυθίσει | θα έχεις βυθίσει | να έχεις βυθίσει | |
3s | έχει βυθίσει | είχε βυθίσει | θα έχει βυθίσει | να έχει βυθίσει | |
1p | έχουμε βυθίσει | είχαμε βυθίσει | θα έχουμε βυθίσει | να έχουμε βυθίσει | |
2p | έχετε βυθίσει | είχατε βυθίσει | θα έχετε βυθίσει | να έχετε βυθίσει | |
3p | έχουν βυθίσει | είχαν βυθίσει | θα έχουν βυθίσει | να έχουν βυθίσει | |
Participle: | βυθίζοντας | Non-finite ‡ | βυθίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
Related terms
- βυθισμένος (vythisménos, “sunken”, participle)