Definify.com
Definition 2024
δηλητηριώδης
δηλητηριώδης
Ancient Greek
Adjective
δηλητήρῐώδης • (dēlētḗriṓdēs) m, f (neuter δηλητηρῐῶδες); third declension
- harmful, poisonous, noxious
- Χαμαιλέοντος ἡ ῥίζα τοῦ μὲν μέλανος ἔχει τι δηλητηριῶδες (Aetius med. 413.1)
- τοῦ δὲ κακοῦ· ἤτοι τῶν δηλητηριωδῶν βοτανῶν (Scholia in Aristotelem, 20.177b17i.1)
Inflection
Third declension of δηλητηρῐώδης, δηλητηρῐῶδες (Uncontracted)
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | δηλητηρῐώδης | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεες | δηλητηρῐώδεα | ||||||
Genitive | δηλητηρῐώδεος | δηλητηρῐώδεος | δηλητηρῐωδέοιν | δηλητηρῐωδέοιν | δηλητηρῐωδέων | δηλητηρῐωδέων | ||||||
Dative | δηλητηρῐώδεϊ | δηλητηρῐώδεϊ | δηλητηρῐωδέοιν | δηλητηρῐωδέοιν | δηλητηρῐώδεσσι(ν) | δηλητηρῐώδεσσι(ν) | ||||||
Accusative | δηλητηρῐώδεα | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεες | δηλητηρῐώδεα | ||||||
Vocative | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεε | δηλητηρῐώδεες | δηλητηρῐώδεα | ||||||
Third declension of δηλητηρῐώδης, δηλητηρῐῶδες (Contracted)
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | δηλητηρῐώδης | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδεις | δηλητηρῐώδη | ||||||
Genitive | δηλητηρῐώδους, δηλητηρῐώδευς | δηλητηρῐώδους, δηλητηρῐώδευς | δηλητηρῐώδοιν | δηλητηρῐώδοιν | δηλητηρῐωδῶν | δηλητηρῐωδῶν | ||||||
Dative | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδοιν | δηλητηρῐώδοιν | δηλητηρῐώδεσι(ν) | δηλητηρῐώδεσι(ν) | ||||||
Accusative | δηλητηρῐώδη | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδεις | δηλητηρῐώδη | ||||||
Vocative | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐῶδες | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδει | δηλητηρῐώδεις | δηλητηρῐώδη | ||||||
References
- δηλητηριώδης in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «δηλητηριώδης» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «δηλητηριώδης» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
Greek
Adjective
δηλητηριώδης • (dilitiriódis) m (feminine δηλητηριώδης, neuter δηλητηριώδες)
Declension
positive forms of δηλητηριώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δηλητηριώδης | δηλητηριώδης | δηλητηριώδες | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδη |
genitive | δηλητηριώδους | δηλητηριώδους | δηλητηριώδους | δηλητηριώδων | δηλητηριώδων | δηλητηριώδων |
accusative | δηλητηριώδη | δηλητηριώδη | δηλητηριώδες | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδεις | δηλητηριώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δηλητηριώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δηλητηριώδης, etc.) |
Synonyms
- τοξικός (toxikós)
- φαρμακερός (farmakerós, “venomous”)