Definify.com
Definition 2024
τοξικός
τοξικός
Ancient Greek
Adjective
τοξικός • (toxikós) m (feminine τοξική, neuter τοξικόν); first/second declension
- of or for the bow
- Aeschylus, Fragments 129
- (elliptically for τοξική τέχνη (tékhnē)) bowmanship, archery
- (elliptically for τοξική θυρίς (thurís)) a shothole, loophole, narrow window
- (of persons) skilled in the use of the bow
- (in neuter, collectively) the bowmen
- (elliptically for τοξικόν φάρμακον (phármakon)) poison for smearing arrows with
- Claudius Aelianus, On the Nature of Animals 9.15
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | τοξικός | τοξική | τοξικόν | τοξικώ | τοξικᾱ́ | τοξικώ | τοξικοί | τοξικαί | τοξικᾰ́ | |||
Genitive | τοξικοῦ | τοξικῆς | τοξικοῦ | τοξικοῖν | τοξικαῖν | τοξικοῖν | τοξικῶν | τοξικῶν | τοξικῶν | |||
Dative | τοξικῷ | τοξικῇ | τοξικῷ | τοξικοῖν | τοξικαῖν | τοξικοῖν | τοξικοῖς | τοξικαῖς | τοξικοῖς | |||
Accusative | τοξικόν | τοξικήν | τοξικόν | τοξικώ | τοξικᾱ́ | τοξικώ | τοξικούς | τοξικᾱ́ς | τοξικᾰ́ | |||
Vocative | τοξικέ | τοξική | τοξικόν | τοξικώ | τοξικᾱ́ | τοξικώ | τοξικοί | τοξικαί | τοξικᾰ́ | |||
Related terms
- τοξοσύνη (toxosúnē)
References
- τοξικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- τοξικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «τοξικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- bow idem, page 91.
Greek
Adjective
τοξικός • (toxikós) m (feminine τοξική, neuter τοξικό)
Declension
positive forms of τοξικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοξικός | τοξική | τοξικό | τοξικοί | τοξικές | τοξικά |
genitive | τοξικού | τοξικής | τοξικού | τοξικών | τοξικών | τοξικών |
accusative | τοξικό | τοξική | τοξικό | τοξικούς | τοξικές | τοξικά |
vocative | τοξικέ | τοξική | τοξικό | τοξικοί | τοξικές | τοξικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τοξικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τοξικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοξικότερος | τοξικότερη | τοξικότερο | τοξικότεροι | τοξικότερες | τοξικότερα |
genitive | τοξικότερου | τοξικότερης | τοξικότερου | τοξικότερων | τοξικότερων | τοξικότερων |
accusative | τοξικότερο | τοξικότερη | τοξικότερο | τοξικότερους | τοξικότερες | τοξικότερα |
vocative | τοξικότερε | τοξικότερη | τοξικότερο | τοξικότεροι | τοξικότερες | τοξικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τοξικότερος", etc) |
Synonyms
- δηλητηριώδης (dilitiriódis)
- φαρμακερός (farmakerós, “venomous”)