Definify.com

Definition 2024


ελέγχω

ελέγχω

Greek

Verb

ελέγχω (eléncho) (simple past έλεγξα, passive form ελέγχομαι)

  1. question, check, test
  2. control, check, monitor
  3. audit

Conjugation

Related terms

  • ελεγκτήριο (elenktírio)
  • ελεγκτής (elenktís)
  • ελεγκτικός (elenktikós)
  • ελέγκτρια (elénktria)
  • ελέγξιμος (elénximos)
  • ελεγξιμότητα (elenximótita)
  • έλεγχος m (élenchos)