Definify.com
Definition 2025
εξαφανίζω
εξαφανίζω
See also: ἐξαφανίζω
Greek
Verb
εξαφανίζω • (exafanízo) (simple past εξαφάνισα, passive form εξαφανίζομαι)
- hide (something)
- destroy, obliterate
Conjugation
εξαφανίζω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | εξαφανίζω | εξαφάνιζα | θα εξαφανίζω | να εξαφανίζω | |
| 2s | εξαφανίζεις | εξαφάνιζες | θα εξαφανίζεις | να εξαφανίζεις | εξαφάνιζε |
| 3s | εξαφανίζει | εξαφάνιζε | θα εξαφανίζει | να εξαφανίζει | |
| 1p | εξαφανίζουμε, εξαφανίζομε | εξαφανίζαμε | θα εξαφανίζουμε, εξαφανίζομε | να εξαφανίζουμε, εξαφανίζομε | |
| 2p | εξαφανίζετε | εξαφανίζατε | θα εξαφανίζετε | να εξαφανίζετε | εξαφανίζετε |
| 3p | εξαφανίζουν, εξαφανίζουνε | εξαφάνιζαν, εξαφανίζαν, εξαφανίζανε | θα εξαφανίζουν, εξαφανίζουνε | να εξαφανίζουν, εξαφανίζουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | εξαφανίσω | εξαφάνισα | θα εξαφανίσω | να εξαφανίσω | |
| 2s | εξαφανίσεις | εξαφάνισες | θα εξαφανίσεις | να εξαφανίσεις | εξαφάνισε |
| 3s | εξαφανίσει | εξαφάνισε | θα εξαφανίσει | να εξαφανίσει | |
| 1p | εξαφανίσουμε, εξαφανίσομε | εξαφανίσαμε | θα εξαφανίσουμε, εξαφανίσομε | να εξαφανίσουμε, εξαφανίσομε | |
| 2p | εξαφανίσετε | εξαφανίσατε | θα εξαφανίσετε | να εξαφανίσετε | εξαφανίστε |
| 3p | εξαφανίσουν, εξαφανίσουνε | εξαφάνισαν, εξαφανίσαν, εξαφανίσανε | θα εξαφανίσουν, εξαφανίσουνε | να εξαφανίσουν, εξαφανίσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω εξαφανίσει | είχα εξαφανίσει | θα έχω εξαφανίσει | να έχω εξαφανίσει | |
| 2s | έχεις εξαφανίσει | είχες εξαφανίσει | θα έχεις εξαφανίσει | να έχεις εξαφανίσει | έχε εξαφανισμένο |
| 3s | έχει εξαφανίσει | είχε εξαφανίσει | θα έχει εξαφανίσει | να έχει εξαφανίσει | |
| 1p | έχουμε εξαφανίσει | είχαμε εξαφανίσει | θα έχουμε εξαφανίσει | να έχουμε εξαφανίσει | |
| 2p | έχετε εξαφανίσει | είχατε εξαφανίσει | θα έχετε εξαφανίσει | να έχετε εξαφανίσει | έχετε εξαφανισμένο |
| 3p | έχουν εξαφανίσει | είχαν εξαφανίσει | θα έχουν εξαφανίσει | να έχουν εξαφανίσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξαφανισμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξαφανισμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξαφανισμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξαφανισμένο | ||||
| Participle: | εξαφανίζοντας | Non-finite ‡ | εξαφανίσει | 33, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||