Definify.com
Definition 2024
επιθετικός
επιθετικός
See also: ἐπιθετικός
Greek
Adjective
επιθετικός • (epithetikós) m (feminine επιθετική, neuter επιθετικό)
- offensive, aggressive, relating to attack
- (grammar) adjectival
Declension
positive forms of επιθετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθετικός | επιθετική | επιθετικό | επιθετικοί | επιθετικές | επιθετικά |
genitive | επιθετικού | επιθετικής | επιθετικού | επιθετικών | επιθετικών | επιθετικών |
accusative | επιθετικό | επιθετική | επιθετικό | επιθετικούς | επιθετικές | επιθετικά |
vocative | επιθετικέ | επιθετική | επιθετικό | επιθετικοί | επιθετικές | επιθετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθετικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθετικότερος | επιθετικότερη | επιθετικότερο | επιθετικότεροι | επιθετικότερες | επιθετικότερα |
genitive | επιθετικότερου | επιθετικότερης | επιθετικότερου | επιθετικότερων | επιθετικότερων | επιθετικότερων |
accusative | επιθετικότερο | επιθετικότερη | επιθετικότερο | επιθετικότερους | επιθετικότερες | επιθετικότερα |
vocative | επιθετικότερε | επιθετικότερη | επιθετικότερο | επιθετικότεροι | επιθετικότερες | επιθετικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιθετικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθετικότατος | επιθετικότατη | επιθετικότατο | επιθετικότατοι | επιθετικότατες | επιθετικότατα |
genitive | επιθετικότατου | επιθετικότατης | επιθετικότατου | επιθετικότατων | επιθετικότατων | επιθετικότατων |
accusative | επιθετικότατο | επιθετικότατη | επιθετικότατο | επιθετικότατους | επιθετικότατες | επιθετικότατα |
vocative | επιθετικότατε | επιθετικότατη | επιθετικότατο | επιθετικότατοι | επιθετικότατες | επιθετικότατα |
Antonyms
- (offensive): αμυντικός (amyntikós, “defensive”)