Definify.com
Definition 2025
ιστορικός
ιστορικός
See also: ἱστορικός
Greek
Adjective
ιστορικός • (istorikós) m (feminine ιστορική, neuter ιστορικό)
Declension
 positive forms of ιστορικός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικός | ιστορική | ιστορικό | ιστορικοί | ιστορικές | ιστορικά | 
| genitive | ιστορικού | ιστορικής | ιστορικού | ιστορικών | ιστορικών | ιστορικών | 
| accusative | ιστορικό | ιστορική | ιστορικό | ιστορικούς | ιστορικές | ιστορικά | 
| vocative | ιστορικέ | ιστορική | ιστορικό | ιστορικοί | ιστορικές | ιστορικά | 
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιστορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιστορικός, etc.) | |||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικότερος | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότεροι | ιστορικότερες | ιστορικότερα | 
| genitive | ιστορικότερου | ιστορικότερης | ιστορικότερου | ιστορικότερων | ιστορικότερων | ιστορικότερων | 
| accusative | ιστορικότερο | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότερους | ιστορικότερες | ιστορικότερα | 
| vocative | ιστορικότερε | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότεροι | ιστορικότερες | ιστορικότερα | 
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιστορικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικότατος | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατοι | ιστορικότατες | ιστορικότατα | 
| genitive | ιστορικότατου | ιστορικότατης | ιστορικότατου | ιστορικότατων | ιστορικότατων | ιστορικότατων | 
| accusative | ιστορικότατο | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατους | ιστορικότατες | ιστορικότατα | 
| vocative | ιστορικότατε | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατοι | ιστορικότατες | ιστορικότατα | 
Related terms
- see: ιστορία f (istoría, “history”)
Noun
ιστορικός • (istorikós) m, f (plural ιστορικοί)
Declension
declension of ιστορικός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ιστορικός | ιστορικοί | 
| genitive | ιστορικού | ιστορικών | 
| accusative | ιστορικό | ιστορικούς | 
| vocative | ιστορικέ | ιστορικοί |