Definify.com
Definition 2024
ιστορικός
ιστορικός
See also: ἱστορικός
Greek
Adjective
ιστορικός • (istorikós) m (feminine ιστορική, neuter ιστορικό)
Declension
positive forms of ιστορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιστορικός | ιστορική | ιστορικό | ιστορικοί | ιστορικές | ιστορικά |
genitive | ιστορικού | ιστορικής | ιστορικού | ιστορικών | ιστορικών | ιστορικών |
accusative | ιστορικό | ιστορική | ιστορικό | ιστορικούς | ιστορικές | ιστορικά |
vocative | ιστορικέ | ιστορική | ιστορικό | ιστορικοί | ιστορικές | ιστορικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιστορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιστορικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιστορικότερος | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότεροι | ιστορικότερες | ιστορικότερα |
genitive | ιστορικότερου | ιστορικότερης | ιστορικότερου | ιστορικότερων | ιστορικότερων | ιστορικότερων |
accusative | ιστορικότερο | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότερους | ιστορικότερες | ιστορικότερα |
vocative | ιστορικότερε | ιστορικότερη | ιστορικότερο | ιστορικότεροι | ιστορικότερες | ιστορικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιστορικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιστορικότατος | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατοι | ιστορικότατες | ιστορικότατα |
genitive | ιστορικότατου | ιστορικότατης | ιστορικότατου | ιστορικότατων | ιστορικότατων | ιστορικότατων |
accusative | ιστορικότατο | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατους | ιστορικότατες | ιστορικότατα |
vocative | ιστορικότατε | ιστορικότατη | ιστορικότατο | ιστορικότατοι | ιστορικότατες | ιστορικότατα |
Related terms
- see: ιστορία f (istoría, “history”)
Noun
ιστορικός • (istorikós) m, f (plural ιστορικοί)
Declension
declension of ιστορικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστορικός | ιστορικοί |
genitive | ιστορικού | ιστορικών |
accusative | ιστορικό | ιστορικούς |
vocative | ιστορικέ | ιστορικοί |