Definify.com
Definition 2024
κανονικός
κανονικός
Greek
Adjective
κανονικός • (kanonikós) m (feminine κανονική, neuter κανονικό)
- regular, usual
- (grammar) regular (as in regular verb)
Declension
positive forms of κανονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κανονικός | κανονική | κανονικό | κανονικοί | κανονικές | κανονικά |
genitive | κανονικού | κανονικής | κανονικού | κανονικών | κανονικών | κανονικών |
accusative | κανονικό | κανονική | κανονικό | κανονικούς | κανονικές | κανονικά |
vocative | κανονικέ | κανονική | κανονικό | κανονικοί | κανονικές | κανονικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κανονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κανονικός, etc.) |
Antonyms
- ανώμαλος (anómalos, “irregular”)