Definify.com
Definition 2025
λιθουανικός
λιθουανικός
Greek
Adjective
λιθουανικός • (lithouanikós) m (feminine λιθουανική, neuter λιθουανικό)
- Lithuanian (related to the country, people or language of Lithuania)
Declension
positive forms of λιθουανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιθουανικός | λιθουανική | λιθουανικό | λιθουανικοί | λιθουανικές | λιθουανικά |
genitive | λιθουανικού | λιθουανικής | λιθουανικού | λιθουανικών | λιθουανικών | λιθουανικών |
accusative | λιθουανικό | λιθουανική | λιθουανικό | λιθουανικούς | λιθουανικές | λιθουανικά |
vocative | λιθουανικέ | λιθουανική | λιθουανικό | λιθουανικοί | λιθουανικές | λιθουανικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιθουανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιθουανικός, etc.) |
Related terms
- see: Λιθουανία f (Lithouanía, “Lithuania”)