Definify.com
Definition 2024
λοιμώδης
λοιμώδης
Greek
Adjective
λοιμώδης • (loimódis) m (feminine λοιμώδης, neuter λοιμώδες)
Declension
positive forms of λοιμώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λοιμώδης | λοιμώδης | λοιμώδες | λοιμώδεις | λοιμώδεις | λοιμώδη |
genitive | λοιμώδους | λοιμώδους | λοιμώδους | λοιμωδών | λοιμωδών | λοιμωδών |
accusative | λοιμώδη | λοιμώδη | λοιμώδες | λοιμώδεις | λοιμώδεις | λοιμώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λοιμώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λοιμώδης, etc.) |
Synonyms
- κολλητικός (kollitikós)
- μεταδοτικός (metadotikós)
Related terms
- see: λοιμός m (loimós, “plague, epidemic”)