Definify.com
Definition 2024
μεταδοτικός
μεταδοτικός
Greek
Adjective
μεταδοτικός • (metadotikós) m (feminine μεταδοτική, neuter μεταδοτικό)
- (medicine) contagious, infectious, catching
- contagious, infectious
- O ενθουσιασμός είναι μεταδοτικός . (The enthusiasm is contagious.)
Declension
positive forms of μεταδοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταδοτικός | μεταδοτική | μεταδοτικό | μεταδοτικοί | μεταδοτικές | μεταδοτικά |
genitive | μεταδοτικού | μεταδοτικής | μεταδοτικού | μεταδοτικών | μεταδοτικών | μεταδοτικών |
accusative | μεταδοτικό | μεταδοτική | μεταδοτικό | μεταδοτικούς | μεταδοτικές | μεταδοτικά |
vocative | μεταδοτικέ | μεταδοτική | μεταδοτικό | μεταδοτικοί | μεταδοτικές | μεταδοτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταδοτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταδοτικός, etc.) |
Synonyms
- κολλητικός (kollitikós)
- λοιμώδης (loimódis)
Related terms
- μεταδοτικότητα f (metadotikótita, “contagiousness”)