Definify.com
Definition 2024
νικώ
νικώ
Greek
Alternative forms
- νικάω (nikáo)
Verb
νικώ • (nikó) (simple past νίκησα, passive form νικιέμαι)
Conjugation
νικώ, νικάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | νικώ, νικάω | νικούσα, νίκαγα | θα νικώ, θα νικάω | να νικώ, να νικάω | |
2s | νικάς | νικούσες, νίκαγες | θα νικάς | να νικάς | νίκα, νίκαγε |
3s | νικά, νικάει | νικούσε, νίκαγε | θα νικά, θα νικάει | να νικά, να νικάει | |
1p | νικούμε, νικάμε | νικούσαμε, νικάγαμε | θα νικούμε, θα νικάμε | να νικούμε, να νικάμε | |
2p | νικάτε | νικούσατε, νικάγατε | θα νικάτε | να νικάτε | νικάτε |
3p | νικούν, νικούνε, νικάνε, νικάν | νικούσαν, νικούσανε, νίκαγαν, νικάγανε | θα νικούν, θα νικούνε, θα νικάνε, θα νικάν | να νικούν, να νικούνε, να νικάνε, να νικάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | νικήσω | νίκησα | θα νικήσω | να νικήσω | |
2s | νικήσεις | νίκησες | θα νικήσεις | να νικήσεις | νίκησε, νίκα |
3s | νικήσει | νίκησε | θα νικήσει | να νικήσει | |
1p | νικήσουμε, νικήσομε | νικήσαμε | θα νικήσουμε, θα νικήσομε | να νικήσουμε, να νικήσομε | |
2p | νικήσετε | νικήσατε | θα νικήσετε | να νικήσετε | νικήστε |
3p | νικήσουν, νικήσουνε | νίκησαν, νικήσανε, νικήσαν | θα νικήσουν, θα νικήσουνε | να νικήσουν, να νικήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω νικήσει | είχα νικήσει | θα έχω νικήσει | να έχω νικήσει | |
2s | έχεις νικήσει | είχες νικήσει | θα έχεις νικήσει | να έχεις νικήσει | |
3s | έχει νικήσει | είχε νικήσει | θα έχει νικήσει | να έχει νικήσει | |
1p | έχουμε νικήσει | είχαμε νικήσει | θα έχουμε νικήσει | να έχουμε νικήσει | |
2p | έχετε νικήσει | είχατε νικήσει | θα έχετε νικήσει | να έχετε νικήσει | |
3p | έχουν νικήσει | είχαν νικήσει | θα έχουν νικήσει | να έχουν νικήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) νικημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) νικημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) νικημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) νικημένο | ||||
Participle: | νικώντας | Non-finite ‡ | νικήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Synonyms
- κερδίζω (kerdízo)
Related terms
- see: νίκη f (níki, “victory”)