Definify.com
Definition 2024
οξύτονος
οξύτονος
See also: ὀξύτονος
Greek
Adjective
οξύτονος • (oxýtonos) m (feminine οξύτονη, neuter οξύτονο)
- (grammar, linguistics) oxytone, (of a word) having a stressed last syllable
Declension
positive forms of οξύτονος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξύτονος | οξύτονη | οξύτονο | οξύτονοι | οξύτονες | οξύτονα |
genitive | οξύτονου | οξύτονης | οξύτονου | οξύτονων | οξύτονων | οξύτονων |
accusative | οξύτονο | οξύτονη | οξύτονο | οξύτονους | οξύτονες | οξύτονα |
vocative | οξύτονε | οξύτονη | οξύτονο | οξύτονοι | οξύτονες | οξύτονα |
See also
- βαρύτονος (varýtonos, “barytone”)
- παροξύτονος (paroxýtonos, “paroxytone”)
- προπαροξύτονος (proparoxýtonos, “proparoxytone”)