Definify.com
Definition 2024
προπαροξύτονος
προπαροξύτονος
Ancient Greek
Adjective
προπαροξύτονος • (proparoxútonos) m, f (neuter προπαροξύτονον); second declension
Inflection
Second declension of προπαροξύτονος, προπαροξύτονον
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | προπαροξύτονος | προπαροξύτονον | προπαροξυτόνω | προπαροξυτόνω | προπαροξύτονοι | προπαροξύτονα | ||||||
Genitive | προπαροξυτόνου | προπαροξυτόνου | προπαροξυτόνοιν | προπαροξυτόνοιν | προπαροξυτόνων | προπαροξυτόνων | ||||||
Dative | προπαροξυτόνῳ | προπαροξυτόνῳ | προπαροξυτόνοιν | προπαροξυτόνοιν | προπαροξυτόνοις | προπαροξυτόνοις | ||||||
Accusative | προπαροξύτονον | προπαροξύτονον | προπαροξυτόνω | προπαροξυτόνω | προπαροξυτόνους | προπαροξύτονα | ||||||
Vocative | προπαροξύτονε | προπαροξύτονον | προπαροξυτόνω | προπαροξυτόνω | προπαροξύτονοι | προπαροξύτονα | ||||||
See also
- βαρύτονος (barútonos)
References
- προπαροξύτονος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «προπαροξύτονος» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From Ancient Greek.
Adjective
προπαροξύτονος • (proparoxýtonos) m (feminine προπαροξύτονη, neuter προπαροξύτονο)
- (grammar, linguistics) proparoxytone, (of a word) having a stressed antepenultimate
Declension
positive forms of προπαροξύτονος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προπαροξύτονος | προπαροξύτονη | προπαροξύτονο | προπαροξύτονοι | προπαροξύτονες | προπαροξύτονα |
genitive | προπαροξύτονου | προπαροξύτονης | προπαροξύτονου | προπαροξύτονων | προπαροξύτονων | προπαροξύτονων |
accusative | προπαροξύτονο | προπαροξύτονη | προπαροξύτονο | προπαροξύτονους | προπαροξύτονες | προπαροξύτονα |
vocative | προπαροξύτονε | προπαροξύτονη | προπαροξύτονο | προπαροξύτονοι | προπαροξύτονες | προπαροξύτονα |
See also
- βαρύτονος (varýtonos, “barytone”)
- οξύτονος (oxýtonos, “oxytone”)
- παροξύτονος (paroxýtonos, “paroxytone”)