Definify.com
Definition 2024
παραλυτικός
παραλυτικός
Ancient Greek
Adjective
παραλυτικός • (paralutikós) m (feminine παραλυτική, neuter παραλυτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of παραλυτικός, παραλυτική, παραλυτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | παραλυτικός | παραλυτική | παραλυτικόν | παραλυτικώ | παραλυτικᾱ́ | παραλυτικώ | παραλυτικοί | παραλυτικαί | παραλυτικᾰ́ | |||
Genitive | παραλυτικοῦ | παραλυτικῆς | παραλυτικοῦ | παραλυτικοῖν | παραλυτικαῖν | παραλυτικοῖν | παραλυτικῶν | παραλυτικῶν | παραλυτικῶν | |||
Dative | παραλυτικῷ | παραλυτικῇ | παραλυτικῷ | παραλυτικοῖν | παραλυτικαῖν | παραλυτικοῖν | παραλυτικοῖς | παραλυτικαῖς | παραλυτικοῖς | |||
Accusative | παραλυτικόν | παραλυτικήν | παραλυτικόν | παραλυτικώ | παραλυτικᾱ́ | παραλυτικώ | παραλυτικούς | παραλυτικᾱ́ς | παραλυτικᾰ́ | |||
Vocative | παραλυτικέ | παραλυτική | παραλυτικόν | παραλυτικώ | παραλυτικᾱ́ | παραλυτικώ | παραλυτικοί | παραλυτικαί | παραλυτικᾰ́ | |||
Descendants
|
References
- παραλυτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- παραλυτικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «παραλυτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001) A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, Third edition, Chicago: University of Chicago Press
- “G3885”, in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
Greek
Adjective
παραλυτικός • (paralytikós) m (feminine παραλυτική, neuter παραλυτικό)
Declension
positive forms of παραλυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραλυτικός | παραλυτική | παραλυτικό | παραλυτικοί | παραλυτικές | παραλυτικά |
genitive | παραλυτικού | παραλυτικής | παραλυτικού | παραλυτικών | παραλυτικών | παραλυτικών |
accusative | παραλυτικό | παραλυτική | παραλυτικό | παραλυτικούς | παραλυτικές | παραλυτικά |
vocative | παραλυτικέ | παραλυτική | παραλυτικό | παραλυτικοί | παραλυτικές | παραλυτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παραλυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παραλυτικός, etc.) |
Related terms
- παραλύω (paralýo, “to paralyse”)