Definify.com
Definition 2024
παραλύω
παραλύω
Ancient Greek
Verb
παραλύω • (paralúō) future: παραλύσω aorist: παρέλυσα aorist passive: παρελύθην
- to weaken, to cause sickness or illness
Descendants
- Greek: παραλύω (paralýo, “to paralyze”)
References
- παραλύω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- παραλύω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «παραλύω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001) A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, Third edition, Chicago: University of Chicago Press
- παραλύω in Slater, William J. (1969) Lexicon to Pindar, Berlin: Walter de Gruyter
- “G3886”, in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
Greek
Verb
παραλύω • (paralýo) (simple past παρέλυσα or παράλυσα)
- (transitive) paralyse (UK), paralyze (US)
- (transitive) bring to a halt
- (intransitive) be numb, be paralysed
Conjugation
παραλύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παραλύω | παρέλυα | θα παραλύω | να παραλύω | |
2s | παραλύεις | παρέλυες | θα παραλύεις | να παραλύεις | παράλυε |
3s | παραλύει | παρέλυε | θα παραλύει | να παραλύει | |
1p | παραλύουμε, παραλύομε | παραλύαμε | θα παραλύουμε, παραλύομε | να παραλύουμε, παραλύομε | |
2p | παραλύετε | παραλύατε | θα παραλύετε | να παραλύετε | παραλύετε |
3p | παραλύουν, παραλύουνε | παρέλυαν, παραλύαν, παραλύανε | θα παραλύουν, παραλύουνε | να παραλύουν, παραλύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παραλύσω | παρέλυσα, παράλυσα | θα παραλύσω | να παραλύσω | |
2s | παραλύσεις | παρέλυσες, παράλυσες | θα παραλύσεις | να παραλύσεις | παράλυσε |
3s | παραλύσει | παρέλυσε, παράλυσε | θα παραλύσει | να παραλύσει | |
1p | παραλύσουμε, παραλύσομε | παραλύσαμε | θα παραλύσουμε, θα παραλύσομε | να παραλύσουμε, να παραλύσομε | |
2p | παραλύσετε | παραλύσατε | θα παραλύσετε | να παραλύσετε | παραλύστε, παραλύσετε |
3p | παραλύσουν, παραλύσουνε | παρέλυσαν, παραλύσανε, παράλυσαν | θα παραλύσουν, θα παραλύσουνε | να παραλύσουν, να παραλύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παραλύσει | είχα παραλύσει | θα έχω παραλύσει | να έχω παραλύσει | |
2s | έχεις παραλύσει | είχες παραλύσει | θα έχεις παραλύσει | να έχεις παραλύσει | |
3s | έχει παραλύσει | είχε παραλύσει | θα έχει παραλύσει | να έχει παραλύσει | |
1p | έχουμε παραλύσει | είχαμε παραλύσει | θα έχουμε παραλύσει | να έχουμε παραλύσει | |
2p | έχετε παραλύσει | είχατε παραλύσει | θα έχετε παραλύσει | να έχετε παραλύσει | |
3p | έχουν παραλύσει | είχαν παραλύσει | θα έχουν παραλύσει | να έχουν παραλύσει | |
Alternative** perfect: | είμαι (είσαι, είναι) παραλυμένος; είμαστε (είστε, είναι) παραλυμένοι | ||||
pluperfect: | ήμουν (ήσουν, ήταν) παραλυμένος; ήμαστε (ήσαστε, ήταν) παραλυμένοι | ||||
future perfect: | θα είμαι (θα είσαι, θα είναι) παραλυμένος; θα είμαστε (θα είστε, θα είναι) παραλυμένοι | ||||
subjunctive: | να είμαι (να είσαι, να είναι) παραλυμένος; να είμαστε (να είστε, να είναι) παραλυμένοι | ||||
Participle: | παραλύοντας | Non-finite ‡ | παραλύσει | 5, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- παραλυτικός (paralytikós, “paralysed”)