Definify.com
Definition 2024
ραδιενεργός
ραδιενεργός
Greek
Adjective
ραδιενεργός • (radienergós) m (feminine ραδιενεργός or ραδιενεργή, neuter ραδιενεργό)
Declension
positive forms of ραδιενεργός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ραδιενεργός | ραδιενεργός / ραδιενεργή | ραδιενεργό | ραδιενεργοί | ραδιενεργοί / ραδιενεργές | ραδιενεργά |
genitive | ραδιενεργού | ραδιενεργού / ραδιενεργής | ραδιενεργού | ραδιενεργών | ραδιενεργών | ραδιενεργών |
accusative | ραδιενεργό | ραδιενεργό / ραδιενεργή | ραδιενεργό | ραδιενεργούς | ραδιενεργούς / ραδιενεργές | ραδιενεργά |
vocative | ραδιενεργέ | ραδιενεργέ / ραδιενεργή | ραδιενεργό | ραδιενεργοί | ραδιενεργοί / ραδιενεργές | ραδιενεργά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ραδιενεργός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ραδιενεργός, etc.) |
Derived terms
- ραδιενέργεια f (radienérgeia, “radioactivity”)
Derived terms
- ραδιενεργά απόβλητα n pl (radienergá apóvlita, “radioactive waste”)
- ραδιενεργό νέφος n (radienergó néfos, “radioactive fallout”)