Definify.com

Definition 2024


ραδιενεργός

ραδιενεργός

Greek

Adjective

ραδιενεργός (radienergós) m (feminine ραδιενεργός or ραδιενεργή, neuter ραδιενεργό)

  1. radioactive

Declension

Derived terms

Derived terms